προβληματικός
Greek
Adjective
προβληματικός • (provlimatikós) m (feminine προβληματική, neuter προβληματικό)
Declension
Declension of προβληματικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | προβληματικός • | προβληματική • | προβληματικό • | προβληματικοί • | προβληματικές • | προβληματικά • |
genitive | προβληματικού • | προβληματικής • | προβληματικού • | προβληματικών • | προβληματικών • | προβληματικών • |
accusative | προβληματικό • | προβληματική • | προβληματικό • | προβληματικούς • | προβληματικές • | προβληματικά • |
vocative | προβληματικέ • | προβληματική • | προβληματικό • | προβληματικοί • | προβληματικές • | προβληματικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο προβληματικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο προβληματικός, etc.) |
Degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | προβληματικότερος • | προβληματικότερη • | προβληματικότερο • | προβληματικότεροι • | προβληματικότερες • | προβληματικότερα • |
genitive | προβληματικότερου • | προβληματικότερης • | προβληματικότερου • | προβληματικότερων • | προβληματικότερων • | προβληματικότερων • |
accusative | προβληματικότερο • | προβληματικότερη • | προβληματικότερο • | προβληματικότερους • | προβληματικότερες • | προβληματικότερα • |
vocative | προβληματικότερε • | προβληματικότερη • | προβληματικότερο • | προβληματικότεροι • | προβληματικότερες • | προβληματικότερα • |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο προβληματικότερος", etc) | |||||
Absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | προβληματικότατος • | προβληματικότατη • | προβληματικότατο • | προβληματικότατοι • | προβληματικότατες • | προβληματικότατα • |
genitive | προβληματικότατου • | προβληματικότατης • | προβληματικότατου • | προβληματικότατων • | προβληματικότατων • | προβληματικότατων • |
accusative | προβληματικότατο • | προβληματικότατη • | προβληματικότατο • | προβληματικότατους • | προβληματικότατες • | προβληματικότατα • |
vocative | προβληματικότατε • | προβληματικότατη • | προβληματικότατο • | προβληματικότατοι • | προβληματικότατες • | προβληματικότατα • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.