ἔρρωσο

Ancient Greek

Pronunciation

 

Verb

ἔρρωσο (érrhōso)

  1. perfect mediopassive imperative second-person singular of ῥώννυμι (rhṓnnumi)
  2. be in good health, goodbye, farewell

References in Ancient Greek texts circa 5th-4th century BCE;

Ισοκράτης προς Τιμόθεο (Επιστολαί ζ’ ΤΙΜΟΘΕΩΙ) :” Έρρωσο, καν του δέη των παρ’ ημίν, επίστελλε..”

Αισχίνης προς Φιλοκράτη :”Ευτύχει κα μη πολιτεύου μηδέ πρόσκρουε μήτε τοις πλέον σου μήτε τοις έλαττον δυναμένοις. Έρρωσο.”

Επιστολές Πλάτωνος προς Διονύσιο : ”..έρρωσο και γίγνωσκε τοσούτον ημών διημαρτηκώς, ίνα προς τους άλλους βέλτιον προσφέρη..”

Αριστοτέλης προς Φίλιππον : ”το μεν γαρ μη αδικείν ίσως υπέρ άνθρωπον εστί, το δε πλανηθέντα διασώσασθαι επιφέρει τι καλόν και σφόδρα τούτο ευσταθούς διανοίας ίδιον εστί. Τα δ’ άλλα έρρωσο..’

References

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.