παρακολουθούμαι
Greek
Verb
παρακολουθούμαι • (parakolouthoúmai) passive (simple past παρακολουθήθηκα, active παρακολουθώ)
- passive form of παρακολουθώ (parakolouthó).
Conjugation
παρακολουθούμαι
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | παρακολουθούμαι | παρακολουθιόμουν, παρακολουθιόμουνα | θα παρακολουθούμαι | να παρακολουθούμαι | |
2s | παρακολουθείσαι | παρακολουθιόσουν, παρακολουθιόσουνα | θα παρακολουθείσαι | να παρακολουθείσαι | — |
3s | παρακολουθείται | παρακολουθιόταν, παρακολουθιότανε | θα παρακολουθείται | να παρακολουθείται | |
1p | παρακολουθούμαστε, παρακολουθόμαστε | παρακολουθιόμαστε, παρακολουθιόμασταν | θα παρακολουθούμαστε | να παρακολουθούμαστε | |
2p | παρακολουθείστε, παρακολουθόσαστε | παρακολουθιόσαστε, παρακολουθιόσασταν | θα παρακολουθείστε | να παρακολουθείστε | παρακολουθείστε |
3p | παρακολουθούνται | παρακολουθιόνταν, παρακολουθιούνταν, παρακολουθιόντουσαν, παρακολουθιόντανε | θα παρακολουθούνται | να παρακολουθούνται | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | παρακολουθηθώ | παρακολουθήθηκα | θα παρακολουθηθώ | να παρακολουθηθώ | |
2s | παρακολουθηθείς | παρακολουθήθηκες | θα παρακολουθηθείς | να παρακολουθηθείς | παρακολουθήσου |
3s | παρακολουθηθεί | παρακολουθήθηκε | θα παρακολουθηθεί | να παρακολουθηθεί | |
1p | παρακολουθηθούμε | παρακολουθηθήκαμε | θα παρακολουθηθούμε | να παρακολουθηθούμε | |
2p | παρακολουθηθείτε | παρακολουθηθήκατε | θα παρακολουθηθείτε | να παρακολουθηθείτε | παρακολουθηθείτε |
3p | παρακολουθηθούν, παρακολουθηθούνε | παρακολουθήθηκαν, παρακολουθηθήκανε, παρακολουθηθήκαν | θα παρακολουθηθούν, θα παρακολουθηθούνε | να παρακολουθηθούν, να παρακολουθηθούνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω παρακολουθηθεί | είχα παρακολουθηθεί | θα έχω παρακολουθηθεί | να έχω παρακολουθηθεί | |
2s | έχεις παρακολουθηθεί | είχες παρακολουθηθεί | θα έχεις παρακολουθηθεί | να έχεις παρακολουθηθεί | |
3s | έχει παρακολουθηθεί | είχε παρακολουθηθεί | θα έχει παρακολουθηθεί | να έχει παρακολουθηθεί | |
1p | έχουμε παρακολουθηθεί | είχαμε παρακολουθηθεί | θα έχουμε παρακολουθηθεί | να έχουμε παρακολουθηθεί | |
2p | έχετε παρακολουθηθεί | είχατε παρακολουθηθεί | θα έχετε παρακολουθηθεί | να έχετε παρακολουθηθεί | |
3p | έχουν παρακολουθηθεί | είχαν παρακολουθηθεί | θα έχουν παρακολουθηθεί | να έχουν παρακολουθηθεί | |
Alternative* perfect: | είμαι (είσαι, είναι, είμαστε, είστε, είναι) παρακολουθημένος, -η, -ο | ||||
pluperfect: | ήμουν (ήσουν, ήταν, ήμαστε, ήσαστε, ήταν) παρακολουθημένος, -η, -ο | ||||
future perfect: | θα είμαι (θα είσαι, θα είναι, θα είμαστε, θα είστε, θα είναι) παρακολουθημένος, -η, -ο | ||||
subjunctive: | να είμαι (να είσαι, να είναι, να είμαστε, να είστε, να είναι) παρακολουθημένος, -η, -ο | ||||
Participle: | — | Non-finite ‡ | παρακολουθηθεί | 59 pass2 ούμαι1 | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existent. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. | |||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.